κουρσάτωρ

κουρσάτωρ
κουρσάτωρ, -ορος και κουρσάτορας και κουρσάτος, ὁ (Μ)
έφιππος ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης αποσπάσματος που εκτελούσε αναγνωρίσεις και επιδρομές σε ξένη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούρσος (ΙΙ) + -άτωρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουρσάτος — κουρσάτος, ὁ (Μ) βλ. κουρσάτωρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”